top of page

Κεκλεισμένων των θυρών

  Στην αρχή χτυπούσαν δυνατά την πόρτα φωνάζοντας: «Αστυνομία! Ανοίξτε!». Έπειτα μια παύση κι ένας γδούπος ακολουθούμενος από την κάσα της πόρτας που έπεφτε με ορμή στο πάτωμα. Πέντε ή έξι ήταν, δεν πρόλαβε να μετρήσει, μαυροντυμένοι σα ρομπότ από το μέλλον. Ψηλοί, γεροδεμένοι και με εξάρτυση που ξεπερνούσε σε προϋπολογισμό ακόμη και τις ταινίες φαντασίας του Χόλιγουντ. Χειροπέδες, γκλομπ, αρβύλες και περικνημίδες, διπλή θήκη για γεμιστήρα, στην άλλη πλευρά της μέσης το περίστροφο και η φυσιγγιοθήκη. Περίεργο που πρόλαβε να δει όλα αυτά μέσα στον πανικό, σκεφτόταν έξω από τη δικαστική αίθουσα με ένα ποτήρι γλυφό νερό στο χέρι. Οι τοίχοι καταθλιπτικοί, σοβαροφανές περιβάλλον με ψήγματα ευπρέπειας. Ό,τι πιο σιχαμερό. Ένας από τους λόγους που αποφάσισε να γίνει μέρος του. Το αν θα το μετάνιωνε, θα το μάθαινε σήμερα, στο τέλος της δίκης, στην τελική έκδοση της απόφασης για την οποία είχε αφιερώσει τα περισσότερα από τα ενήλικα χρόνια του.

   Περπάτησε μέχρι τον πιο κοντινό κάδο του διαδρόμου για να πετάξει το πλαστικό ποτηράκι και επέστρεψε στην είσοδο της αίθουσας. Κτίριο 6. Ισόγειο. Αίθουσα 3 των Αστικών Υποθέσεων. Όλος κι όλος ο αγώνας του, μια αστική υπόθεση για το κράτος. Μη θέλοντας να διαλέξει δεξί ή αριστερό πόδι για να μπει στην αίθουσα, σύρθηκε μέχρι τη διαχωριστική γραμμή της εισόδου και πάτησε και με τα δύο πόδια. Πήγε μέχρι τη θέση του ενάγοντος, τακτοποίησε τα ντοσιέ του και εστίασε το βλέμμα στις σκαλιστές γραμμές της έδρας για να συγκεντρωθεί.

   Στα επόμενα 5 λεπτά ήταν όλοι όρθιοι για την είσοδο του δικαστή. Οι εκπρόσωποι των τηλεοπτικών καναλιών είχαν ήδη πάρει θέσεις στα καίρια σημεία του προαύλιου χώρου για να καλύψουν ζωντανά την πιο παράδοξη δίκη στα χρονικά της χώρας. Χωρίς προηγούμενο, δεδικασμένο ή την ελάχιστη ελπιδοφόρα ένδειξη για επιτυχή έκβαση εις βάρος του εναγόμενου που ήταν… η Πολιτεία. Μάλιστα. Ο νεαρός δικηγόρος ήταν τόσο αιθεροβάμων ώστε να πιστέψει πως θα μπορούσε να εναντιωθεί στο τέρας της νομιμοφανούς κρατικής ύπαρξης, διεκδικώντας μάλιστα και αποζημίωση η οποία θα καταβαλλόταν από το ίδιο το κράτος και μάλιστα για τους λόγους που εκείνος πίστευε ότι θα πρέπει να καταβληθεί. Με αυτό το σκεπτικό μεγάλωσε, αποφάσισε να σπουδάσει στη νομική και να επιβάλλει με τον τρόπο του την απονομή δικαιοσύνης, ή έστω ένα κομμάτι από αυτή που είχε την πιθανότητα να αποσώσει.

   Δεν ήταν λίγο να βλέπεις τους μαυροφορεμένους Ζορό της αστυνομίας να συλλαμβάνουν τον ίδιο τον πατέρα σου, μέσα στο σπίτι του. Επειδή τόλμησε να πάει σε μια διαδήλωση. Επειδή τόλμησε να φωνάξει αυτό που δικαιούνταν κι επειδή συμπαρέσυρε κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Κι όλα αυτά υπό τη σκέπη μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας, της ίδιας που τον καταδίκασε σε ισόβια διαπόμπευση απέναντι στη μικρή κοινωνία της επαρχιώτικης γειτονιάς και της ίδιας της οικογένειάς του. Σε μια νύχτα που δε θα ξεχαστεί ποτέ και από κανέναν, που θα εξιστορείται στις νέες γενιές σαν άλλος ένας από τους θρύλους των χωρικών, παρά σαν ένα έγκλημα που συντελέστηκε με την ανοχή τους. Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα όταν άρχισαν οι βίαιες κραυγές έξω από την πόρτα, δεν είχαν περάσει παρά μόνο δυο λεπτά μέχρι να πέσει η πόρτα. Όσο χρόνο δηλαδή χρειάστηκε η μητέρα του για να κατέβει τις σκάλες και να δει ποιος ήταν στην πόρτα τόσο περασμένη ώρα. Σίγουρη πως κάτι κακό είχε συμβεί σε κάποιον δικό τους, δεν εξηγούνταν αλλιώς αυτός ο νυχτερινός αλαλαγμός. Μετέφερε άθελά της αυτή την αίσθηση σε όλο το σπίτι. Την ακολούθησε ο γιος της ξυπόλητος, στάθηκε πίσω από το νυχτικό της χρησιμοποιώντας το για ασπίδα, αυτόματη αντίδραση στους επίμονους χτύπους που απειλούσαν να παραβιάσουν την οικογενειακή του φωλιά. Γιατί τί άλλο ήταν το πατρικό σπίτι για ένα παιδί, παρά μια φωλιά που μέσα του κουρνιάζει, απρόσβλητο από τα κακά του έξω κόσμου;

   Αυτό που πρόλαβε να δει ήταν τον πατέρα του να κατεβαίνει τις σκάλες αλλά να μην προλαβαίνει να φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι, έναν από τους μαυροφορεμένους να τον αρπάζει από το σβέρκο και τη μέση, έναν δεύτερο να τον χτυπάει όπου έβρισκε με το γκλομπ, έναν να κρατάει τη μάνα του κόντρα στον τοίχο για να μη μπορεί να αντιδράσει και άλλους δύο –ή τρεις, δεν είναι σίγουρος πια- να κάνουν σαματά για να δημιουργήσουν σύγχυση και να βεβαιωθούν ότι οι υπόλοιποι κάτοικοι του σπιτιού ήταν σε σοκ και δε θα μπορούσαν να προβάλλουν καμία αντίσταση. Η μάνα του απόμεινε μόνο να κοιτάζει τους αστυνομικούς να σέρνουν τον άντρα της μέχρι το πολιτικό βαν, χωρίς διακριτικά ή σειρήνα, χωρίς ίχνος της παραβίασης που είχε προηγηθεί. Μόνο μια σπασμένη πόρτα είχε μείνει και μερικές γρατζουνιές στους τοίχους από τη βίαιη σκηνή. Κι αυτού του παιδιού, που τώρα ήταν κρυμμένο κάτω από τη σιφονιέρα, ποιος μπορούσε να του εξηγήσει τί κακό είχε κάνει ο πατέρας του;  Ποιος να το έπειθε πως δεν πρέπει να μεγαλώσει με φόβο, να τρέμει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του και να πιστεύει μέχρι την εφηβεία του πως ο μπαμπάς του, εκείνος που του αγόραζε παγωτό όποτε το ζητούσε, που έπαιζε μαζί του ακόμη κι όταν ήταν κουρασμένος από τη δουλειά, που ξαγρυπνούσε δίπλα του όταν ήταν άρρωστος, ήταν στην πραγματικότητα κάποιος άξιος της σύλληψης που έλαβε χώρα μπροστά στα πέντε ετών μάτια του;

   Αυτά παρουσίασε στην ακροαματική διαδικασία, όσο πιο γλαφυρά μπορούσε –δικηγόρος γαρ- και όσο το δυνατόν πιο πιστά. Είχαν περάσει 28 χρόνια από το περιστατικό, ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος πια. Ανακαλούσε με ευκολία λεπτομέρειες που κανείς άλλος δε θα πρόσεχε, όπως τα ρούχα του πατέρα του εκείνο το βράδυ ή το πόσο σκονισμένο ήταν το πάτωμα κάτω από τη σιφονιέρα που κρύφτηκε, αλλά δυσκολευόταν ακόμη να θυμηθεί αν ήταν όντως πέντε ή έξι οι αστυνόμοι. Αυτό όμως που είχε σημασία ήταν το «τώρα». Αυτό που μόνος του κυνήγησε να φτάσει από τη στιγμή που κατάλαβε πως τίποτε απ’ όσα είχαν συμβεί δεν είχε σταγόνα λογικής. Από τότε που αποφάσισε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επανορθώσει την αδικία που υπέστη ο πατέρας του και να αποκαταστήσει τη φήμη του. Γιατί με κάποιον τρόπο έπρεπε επιτέλους να αποδειχθεί πως τίποτε παράνομο δεν υπάρχει στο να ζητάς αυτά που σου αξίζουν, όπως για παράδειγμα, μια καθαρή περιοχή για να ζήσεις εσύ με τα παιδιά σου, χωρίς λύματα από απρόσωπα εργοστάσια και το συνεχή κίνδυνο να αρρωστήσεις εσύ ή οι άνθρωποί σου.

 

-«Γι’ αυτό τιμωρήθηκε ο πατέρας μου, αξιότιμο δικαστήριο;», κατέληξε ολοκληρώνοντας την αγόρευσή του.

 

-«Αφήστε τις ρητορικές ερωτήσεις κατά μέρος. Τί είναι αυτό που ζητάτε από την ελληνική πολιτεία κύριε Αντωνίου;»

 

-«Ηθικά, τίποτε παραπάνω από την αποδοχή της απαράδεκτης ως προς το πολίτευμα αντιμετώπισης ενός νόμιμου πολίτη από τα καθ’ ύλην και κατά κατεύθυνση αρμόδια όργανα.»

 

-«Και…πρακτικά;», πρόσθεσε ειρωνευόμενος ο προεδρεύων.

 

-«Το ποσό των 19.200 ευρώ για τις συνεδρίες ψυχοθεραπείας στις οποίες χρειάστηκε να υποβληθώ επί 10 έτη, συν το ποσό των 7.860 ευρώ για τη φαρμακολογική υποστήριξη που συμπλήρωσε αυτή τη θεραπεία, ώστε να καταστώ ικανός ως ενήλιξ να διαβιώ χωρίς τα προβλήματα που προέκυψαν από τη βαναυσότητα των αστυνομικών εναντίον του πατέρα μου, ενόσω βρισκόμουν στην ευαίσθητη ηλικία των πέντε ετών.»

 

-«Το προεδρείο θα αποχωρήσει ώστε να συνεδριάσει», ανακοίνωσε ο πρόεδρος του δικαστηρίου ενώ μάζευε τα δικόγραφα από την έδρα.

 

   Ο φύλακας αναφώνησε ένα χαοτικό «εγέρθητι» που μόλις που κατάφερε να ακουστεί μέσα στη βοή της αίθουσας. Οι κράχτες πετάχτηκαν έξω στους διαδρόμους για να προλάβουν να ενημερώσουν πρώτοι τα Μ.Μ.Ε. για το τί γινόταν. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν για το ποια θα ήταν η απόφαση. Είχαν κιόλας περάσει τρία τέταρτα από τη στιγμή που διεκόπη η δίκη εν αναμονή της απόφασης, και ο θρασύς νεαρός που κατάφερε να καθίσει την ελληνική πολιτεία στο σκαμνί και να τη φέρει προ των ευθυνών της, ατένιζε για άλλη μια φορά τις σκαλιστές γραμμές της έδρας. Μα δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτε πια. Ήταν ανίκανος πλέον να αγχωθεί για το παραμικρό, δεν ένιωθε ούτε αγωνία ούτε ανυπομονησία. Δε μπορούσε να αξιολογήσει –τώρα, στο τέλος της μακρόχρονης διαδρομής προς τη δικαιοσύνη- αν έπραξε καλώς ή όχι που κυνήγησε τόσο σθεναρά το μοναδικό μεγάλο στόχο της ζωής του. Για όλους τους υπόλοιπους, είχε αναγκαστικά αναισθητοποιηθεί ώστε να μπορεί να συγκεντρώσει επαρκώς τις δυνάμεις του στον απώτερο σκοπό· την αποκατάσταση της φήμης του πατέρα του και της δικής του ψυχοσύνθεσης.

   Μόνο όταν είδε το φύλακα να ξεπροβάλλει από την πόρτα της αίθουσας συνεδριάσεων και να αναγγέλλει την επιστροφή του προεδρείου ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά. Σα να του κόπηκε για κάποια νανοδευτερόλεπτα η αναπνοή και επανήλθε μόνη της, σα να γνώριζε και ο ίδιος του ο οργανισμός ότι δεν του επιτρεπόταν εκείνη την κρίσιμη στιγμή να χάσει τη μάχη της ζωής. Τουλάχιστον, όχι πριν ακούσει την ετυμηγορία. Η νεκρική σιγή της υπόλοιπης αίθουσας δεν προετοίμαζε στο ελάχιστο το ό,τι θα επακολουθούσε. Ήταν εμφανές ακόμη και για τον πιο απαίδευτο το πόσο φορτισμένη ήταν η ατμόσφαιρα, εντός και εκτός της αίθουσας. Στους διαδρόμους, στην είσοδο, στο προαύλιο, ακόμη και στο απέναντι πεζοδρόμιο, πέρα από τα παρτέρια και τα στενά όρια των κιγκλιδωμάτων του πρωτοδικείου, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση της αναμονής που είχε υπερκαλύψει τα όριά της. Ήταν δεδομένο ότι δε θα προλάβαινε σήμερα να περάσει κανένας άλλος αριθμός του πινακίου των δικάσιμων, αλλά ακόμη και οι εμπλεκόμενοι στις επόμενες υποθέσεις έδειχναν με τη σιωπή τους το σεβασμό προς αυτή την πρωτοφανή υπόθεση που εκδικαζόταν από το πρωί, για πρώτη φορά στην ιστορία των ελληνικών δικαστηρίων.

   Σηκώθηκε μηχανικά από τη θέση που τον είχε φιλοξενήσει επί 4 ώρες και 36 λεπτά και σταύρωσε τα χέρια του κοιτώντας συνεχώς τα χείλη του προέδρου. Μια στιγμιαία απογοήτευση του διαπέρασε τη ράχη όταν ο τελευταίος άνοιξε το στόμα του για να βήξει και να καθαρίσει το λαιμό του. Μεγάλο το διακύβευμα και για εκείνον. Με μία και μόνο απόφαση, απ’ όλη τη θητεία του 22 χρόνια τώρα, μπορούσε να γίνει ο πιο αναγνωρίσιμος δικαστής ή και να καταστρέψει παντελώς την καριέρα του. Η προετοιμασία των φωνητικών του χορδών ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει τη δεδομένη στιγμή, προτού και ο ίδιος μάθει την επενέργεια της απόφασής του.

 

   «Η ολομέλεια του πρωτοδικείου Αθηνών, στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, στην υπόθεση 28-12, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως αποφάσεως αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 317 του αστικού κώδικα, που υπέβαλε ο ενάγων Αριστοτέλης Αντωνίου και η οποία περιήλθε στο δικαστήριο στις 2/2/2006, κατά της Πολιτείας του ελληνικού κράτους, παρισταμένων των εκπροσώπων αυτής, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενάγων και αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, εκδίδει την ακόλουθη απόφαση: Χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 27.060 ευρώ που αφορά στην αιτηθείσα αποζημίωση εκ μέρους του ενάγοντος διά την κάλυψη της ψυχιατρικής και φαρμακευτικής αγωγής που έλαβε κατά τα αναφερθέντα δέκα έτη εκ μέρους του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, επιδικάζεται καταβολή μόνιμου οικογενειακού επιδόματος κατόπιν προσκομίσεως αποδεκτών εκ του δικαστικού σώματος αποδείξεων διά τη σωματική και ψυχική κακοποίηση του αποβιώσαντος πατρός του ενάγοντος, εφ’ όρου ζωής, δεδομένης της παραγραφής τυχόν πειθαρχικών αδικημάτων των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων λόγω παρέλευσης δεκαπενταετίας. Η συνεδρίασις λύεται.»

 

   Μουδιασμένος ακόμη από το άκουσμα της ανέλπιστα θετικής απόφασης, μάζεψε σεμνά το χαρτοφύλακά του και περπάτησε προς την έξοδο. Ενώ διέσχιζε τον διάδρομο, ακολουθούσαν χειροκροτήματα που, ήξερε πολύ καλά πως δεν απευθύνονταν στον ίδιο, αλλά σε κάθε άνθρωπο που από εδώ και πέρα θα κατάφερνε να διεκδικήσει τα δικαιώματά του χωρίς τον παραμικρό φόβο εκτροπής. Ήξερε πολύ καλά ότι τα μικρόφωνα δεν αποζητούσαν τις δικές του δηλώσεις, αλλά τη λεκτική ανακούφιση κάθε –μέχρι πρότινος- αδικημένου πολίτη που δεν κατάφερε ή δεν είχε το σθένος να φθάσει έως το τέρμα. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και διάβασε για χιλιοστή φορά το τελευταίο μήνυμα που τού έστειλε ο πατέρας του, πριν τον αποχωριστεί για πάντα.

 

‘Όπως έλεγε και ο σοφός Τρότσκι, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα αλλά πρέπει να ξέρουμε τί είναι αυτό που αγιάζει το σκοπό. Εσύ ξέρεις;’

 

   -«Τώρα ξέρω πατέρα», απάντησε.

 

   Ένα δάκρυ που δεν πρόλαβε να συγκρατήσει, έτρεξε με ταχύτητα προς το πηγούνι του. Χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το σκουπίσει, γύρισε το κλειδί στη μίζα και εξαφανίστηκε μέσα στην κίνηση της πόλης.

 

 

**********

 

 

Η οδοντόπαστα του χρόνου

 

 

 

Κι αν δεν προλάβεις; Το’ χεις σκεφτεί;
Τα παθήματα σου γίνανε μαθήματα και τώρα πια ξέρεις πως δεν πρέπει να βιάζεσαι. Ο χρόνος είναι το δεξί μας χέρι, βοηθός που δε μας εγκαταλείπει ποτέ. Ή μήπως όχι;
Ο χρόνος διαρκεί αιώνια, εμείς όμως έχουμε συγκεκριμένο μέρισμα χρόνου στη διάθεση μας. Κι είναι το μόνο απ’ αυτά που μας ανήκουν που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει.
Έχεις μια σιγουριά ότι η οδοντόπαστα κρατάει ένα μήνα. Ο χρόνος σου; Ο δικός μου; Είναι ο μόνος που δεν αναγράφει στη συσκευασία του τον όγκο του.
Οδοντόπαστα: 350 ml
Χρόνος: ?
Σε ρωτάω λοιπόν. Αν δεν προλάβεις; Κι αν το αφήσεις στα χέρια της τύχης και μόνο; Θα προλάβεις το χρόνο ή θα σε προλάβει εκείνος.
Θυμήσου τη μέρα που πας να βουρτσίσεις τα δόντια σου και το σωληνάριο της οδοντόπαστας έχει σχεδόν αδειάσει. Το πιέζεις απ’ όλες τις μεριές, να βγει όσο το δυνατόν περισσότερο μείγμα. Ακόμα κι αν είναι το τελευταίο, εσύ θέλεις να έχεις ένα πλύσιμο δοντιών εξίσου καλό με αυτό των προηγούμενων ημερών.
Έτσι και με το χρόνο. Όταν φτάνει στο τέλος του, όταν κοντεύει να σωθεί, τότε αποφασίζεις πως θες να τον εκμεταλλευτείς μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Να μιλήσεις, να γελάσεις, να παίξεις, να αγγίξεις, να σφίξεις ίσως , να ακούσεις και να δεις. Όσο το δυνατόν περισσότερο, αχόρταγα. Αν όμως δεν προλάβεις την τελευταία σταγόνα..;

 

 

 

**********

 

 

 

Συγκρίσεις

 

Δυο μόλις στιγμές αφότου αντήχησε το πρώτο σου κλάμα, είχε ήδη αποφασιστεί το αν ήσουν το πιο όμορφο μωρό στο θάλαμο νεογνών. Δυο μέρες αργότερα, γινόταν διαγωνισμός για το πιο ήσυχο βρέφος. Κάπως έτσι συνεχίστηκε, μια αέναη αντιπαραβολή σε όλα τα επίπεδα. Ποιο παιδάκι είναι πιο αγαπητό στη δασκάλα, ποιος μαθητής πιο γρήγορος στη σκυταλοδρομία; Κι ύστερα άρχισαν τα «γιατί».

Γιατί ο συμφοιτητής πήρε πτυχίο πιο γρήγορα από σένα; Γιατί ο φίλος έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση από σένα; Γιατί δε μπορείς να είσαι πιο τυχερή; Ένας ρόλος, ίδιος στον καθρέφτη και σε όποιον στέκεται απέναντί σου, δίπλα σου, πίσω σου. Πανταχού παρών και αόρατος. Συγκρίνεις και συγκρίνεσαι, την ώρα που όλοι επιδίδονται στο ίδιο ακριβώς άθλημα, προσπαθώντας για ένα άλμα χωρίς ουσία. Από την επιλογή του καλύτερου καφέ στην επιλογή της καλύτερης ζωής, μικρή η απόσταση. Η διαδικασία ίδια, τα δεδομένα διαφορετικά. Βαρύ να σκέφτεσαι πως ο κόκκος του καφέ υπόκειται στην ίδια διαδικασία σύγκρισης με μια ολόκληρη κοσμοθεωρία.

Συγκρίνεις συνεχώς, βάζεις μια μυλόπετρα να λιώσει τα πάντα, σημαντικά και ασήμαντα μέσα στον ίδιο μύλο· έπειτα αποφασίζεις. Το μπλε σου πάει πιο πολύ από το κόκκινο. Το περπάτημα σου ταιριάζει πιο πολύ από το τρέξιμο. Το παιδί σου είναι πιο έξυπνο από τα άλλα. ‘Πιο’…. όπως ‘πρέπει’. Γιατί στη συνέχεια μετουσιώνεται η σύγκριση και γίνεται διαταγή. Πρέπει να είσαι πιο αδύνατη, πρέπει να είσαι πιο γρήγορη, πρέπει να είσαι πιο υπεύθυνη, πιο επιτυχημένη, πιο πλούσια…

Πιάσε το «πρέπει» απ’το γιώτα – γδάρε το ίσαμε το πι, που λέει κι ο ποιητής*. Κι αρχίζει η πλάστιγγα να γέρνει απότομα προς το μέρος σου. Ο τάδε είναι πιο χαρούμενος από σένα, ο δείνα έχει πιο χαλαρό ωράριο, ο φίλος πιο ωραία δουλειά, ο γείτονας πιο πολλά λεφτά. Ώσπου καταλήγεις να συγκρίνεις τα φάρμακα. Θα πάρεις αυτό που σου έδωσε ο τελευταίος γιατρός (που ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο), γιατί το χάπι του είναι πιο αποτελεσματικό από αυτό που έπαιρνες πριν. Κι όταν βρεθείς υπό την επήρρεια και μπορείς να αφήσεις για λίγο τις συγκρίσεις, θα απασχοληθείς με το τίποτα. Μα η συνήθεια είναι άτιμη, γι’ αυτό εσύ ξαναρχίζεις. Αυτή τη φορά όμως θα συγκρίνεις τα ασύγκριτα. Βρες τον πιο μεγάλο έρωτα της ζωής σου, κάτσε κάτω και σπάσε σε χίλια κομμάτια το αναίτιο, κατέληξε πως δεν έχει κανένα νόημα όλα αυτό. Πρώτος κανόνας φυσικής: δε συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Πώς έχεις την απαίτηση να το λιώσεις κι αυτό στη μυλόπετρα; Έτσι κι αλλιώς, την απάντηση την ξέρεις. Πάντα την ήξερες. Χωρίς υπολογισμούς, χωρίς δεδομένα. Μη διαπράξεις αυτή την ιεροσυλία, μη ντροπιάσεις το μόνο της ζωής σου ταξίδι που δε μπαίνει σε ζυγαριά. Ακόμη και οι συγκρίσεις έχουν τα όριά τους, που πάλι ξεπέρασες.

 

* ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ, Μικρός Ναυτίλος, Οδυσσέα Ελύτη (1985)

 

 

 

**********

 

 

 

Ο καλός, ο κακός και ο έξυπνος

 

Αν αφήσεις στην έρημο δυο ανθρώπους, έναν καλό και έναν κακό, χωρίς άλλες προμήθειες, ποιος θα επιβιώσει; Σαφέστατα ο κακός. Η πρώτη πιθανότητα είναι ο καλός να τρέξει να βρει φαγητό και για τους δυο τους την ώρα που ο κακός θα σκέφτεται τρόπους να τον εξοντώσει ώστε να πετύχει τον τερπνόν μετά του ωφελίμου: να χορτάσει και ταυτόχρονα να απαλλαχθεί από την ενοχλητική παρουσία του καλού. Άρα αυτό φέρνει αυτομάτως τον κακό στη θέση του έξυπνου και τον καλό στη θέση του ανόητου. Η δεύτερη πιθανότητα είναι, με βάση την προηγούμενη παραδοχή, ο κακός να μπορεί να τους γλιτώσει και τους δύο από τον αφανισμό, αφού είναι αρκετά έξυπνος ώστε να γνωρίζει πώς να κυνηγήσει κάποιο θήραμα, πώς να το καθαρίσει, πώς να ανάψει φωτιά και πώς να το ψήσει. Όλα αυτά, τη στιγμή που ο καλός θα κάθεται ατάραχος κάτω από τον ήλιο και θα ελπίζει σε έναν αόρατο θεό να τον σώσει, καλή τη πίστη….

   Αν αναγάγουμε το παραπάνω θεώρημα σε περισσότερες εκφάνσεις της ζωής –και ίσως περισσότερο ρεαλιστικές- θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο έξυπνος άνθρωπος αναπόφευκτα γίνεται και κακός. Είναι επειδή μπορεί και βλέπει τα σφάλματα γύρω του, τη στιγμή που οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται καν πως υπάρχει σφάλμα, είναι που οι συμπεριφορές των άλλων, όντας βλακώδεις, τον οδηγούν στο να γίνει κακός μαζί τους; Ό,τι από αυτά κι αν είναι, το γεγονός παραμένει πως για να είναι κάποιος κακός, πρέπει να είναι και έξυπνος. Αν είναι κακός χωρίς να είναι έξυπνος, τότε απλά δεν είναι κακός· είναι κουτοπόνηρος. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην κακία της ψυχής, αλλά σε αυτή που προκύπτει από τα τεκταινόμενα μέσα στη ζωή ενός έξυπνου ανθρώπου και που τον αναγκάζουν να σκέφτεται ή να πράττει με κακία. Αυτή είναι η ενστικτώδης αντίδραση μιας ανώτερης νοημοσύνης όταν βρίσκεται απέναντι σε λιγότερο επαρκείς –γιατί έτσι φαίνονται στα μάτια του- ανθρώπους. Εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και οι απανταχού θρησκείες παραδέχονται ότι προτιμούν χαζούς ανθρώπους ως πιστούς (για ευνόητους λόγους). «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών». Εν συντομία, αν δεν είσαι αρκετά χαζός για να ‘πιστεύεις χωρίς να ερευνάς’, παράδεισο δε βλέπεις ούτε με το κυάλι! Γιατί άραγε αυτός ο διαχωρισμός; Ίσως γιατί ο ανόητος, άρα και καλός, δε θα αμφισβητήσει ποτέ προθέσεις, ρήσεις και αποτέλεσμα. Ουσιαστικά, ο Ματθαίος χρησιμοποιεί τον όρο ‘ανόητος’, αποδεχόμενος ότι μόνο αν είσαι τέτοιος μπορεί να είσαι και μακάριος, δηλαδή ευτυχής.

   Γιατί λοιπόν ένας έξυπνος άνθρωπος δεν είναι ευτυχής; Αρχικά, για να είσαι έστω και για λίγο ευτυχής, χρειάζεται να κλείσεις το διακόπτη του μυαλού. Είναι δεδομένο πως ενώ ένα μυαλό σκέφτεται ακατάπαυστα, δε μένει χρόνος για την αφέλεια που τόσο απαραίτητη είναι ως συστατικό ευτυχίας. Εν δευτέροις, ο έξυπνος άνθρωπος μπορεί πολύ εύκολα να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, κατά συνέπεια είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να καταλάβει την αριθμητική υπεροχή των ψευδών καταστάσεων/ανθρώπων, οπότε και γίνεται μελαγχολικός μη βλέποντας να αχνοφαίνεται καμία ελπίδα για αλήθεια. Γιατί ο έξυπνος άνθρωπος αναζητά συνεχώς την αλήθεια, ως μόνη πηγή ανακούφισης μέσα στον κόσμο. Πες του ότι δεν τον αγαπάς, δε σου αρέσουν τα ρούχα του, δεν έχεις γνωρίσει πιο αντιπαθητικό άνθρωπο από αυτόν. Περιέργως, θα το εκτιμήσει. Μην του πεις ποτέ κάτι καλοσυνάτο που είναι ψευδές, θα καταρρακωθεί από την ανοησία που απορρέει από την πρόθεσή σου να πεις ψέμματα. Άσε που θα γνωρίζει εξαρχής ότι δεν είσαι ειλικρινής, αφού είναι αρκετά έξυπνος ώστε να το καταλάβει πριν ακόμη ξεκινήσεις να μιλάς.

   Αφού λοιπόν είναι ξεκάθαρο πως ο έξυπνος άνθρωπος γίνεται κακός, τότε, μήπως ισχύει και το αντίστροφο; Δηλαδή, όποιος είναι καλός, είναι και ανόητος…

   Ο «πτωχός των πνεύματι» συνήθως προσπαθεί να πείσει ότι είναι έξυπνος, γεγονός που μέχρι ενός σημείου είναι λογική αντίδραση στη φυσική κατάσταση ενός όντος. Κανείς δε μας ρώτησε αν θέλουμε να είμαστε ξανθοί ή μελαχρινοί, ψηλοί ή κοντοί. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε κανένα από τα φυσικά χαρακτηριστικά μας. Οπότε ο χαζός θα προσπαθήσει σίγουρα –και σίγουρα ανεπιτυχώς- να εμφανιστεί ως έξυπνος. Το ίδιο ακριβώς θα κάνει και ο έξυπνος σε ανάλογη περίσταση που τον εξυπηρετεί να φαίνεται ανόητος. Η ειδοποιός διαφορά στην αντίδραση αυτή είναι ότι, ενώ ο ανόητος θα το κάνει για να νιώσει μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, ο έξυπνος (που δεν έχει τέτοιου είδους ανασφάλεια) θα το κάνει προκειμένου να κερδίσει κάτι. Θα επιδιώξει να εμφανιστεί ως ανίκανος για υψηλή διανόηση ώστε να πετύχει το σκοπό του. Για άλλη μια φορά επαναλαμβάνεται το δίπολο ανόητος-καλός και έξυπνος-κακός. Είναι όμως όλοι οι καλοί, ανόητοι;

   Ας το δούμε πάλι αντίστροφα. Είναι όλοι οι έξυπνοι άνθρωποι κακοί; Φυσικά όχι. Αφ’ ης στιγμής δε συζητούμε για κακία ψυχής αλλά για παροδική κακία, θα χρειαστεί ή εξαναγκαστεί ή ωθηθεί κάποιος έξυπνος άνθρωπος προς αυτή την κατεύθυνση. Τις υπόλοιπες στιγμές δεν του χρειάζεται αυτή η ιδιότητα. Όντας έξυπνος, του γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτό πως η κακία ως μονιμότητα οδηγεί σε χαμένο χρόνο, οπότε και αποφασίζει να απασχολήσει το μυαλό του με πιο ουσιώδη πράγματα που δε θα ανακόψουν την ανοδική, νοητική του πορεία. Αντίστοιχα, το ίδιο περίπου συμβαίνει και στον ανόητο. Την ιδιότητα της καλοσύνης την επιδεικνύει –άθελά του τις περισσότερες φορές- σε στιγμές που το μυαλό του δε μπορεί να συγκεντρώσει όλα τα δεδομένα μιας κατάστασης, και άρα καταλήγει στο να διαλέξει την πιο εύκολη για εκείνον λύση: την αφέλεια της μη σκέψης, που οδηγεί σε ανόητες πράξεις ή συμπεράσματα. Άλλωστε, αυτό συμβαίνει ελλείψει άλλης επιλογής, διότι ούτε για την ανικανότητα να σκεφθεί αναλυτικά και να μπορεί να συνδυάσει τα στοιχεία ρωτήθηκε.

   Καταλήγουμε αναπόφευκτα σε ένα συμπέρασμα μέτριας έντασης, όσο και αν αυτό αφήνει ανικανοποίητους τους περισσότερους ανθρώπους που νιώθουν ενστικτωδώς την ανάγκη για ξεκάθαρη (ή αλλιώς ακραία) άποψη. Ούτε εκείνοι ρωτήθηκαν όταν γεννήθηκαν για το αν θα προτιμούν διαυγείς και απλές απαντήσεις ή σύνθετες και πολύπλοκες αναζητήσεις. Αν νιώθετε την ανάγκη να διαλέξετε πλευρά, κάντε το. Άλλωστε, βρίσκεται ως προεπιλογή στην ανθρώπινη κατασκευή….

 

 

 

**********

 

 

Αψέντι

 

«Μην το φοβάστε» τούς παρότρυνε ο Τουλούζ, «είναι η έμπνευσή σας κρυμμένη σ’ ένα μικρό πράσινο νεραϊδάκι…!»

Οι συνδαιτημόνες, σχεδόν κουφοί στο μέσο της βραδιάς από τη μουσική και τις ιαχές των εύπορων θαμώνων του Moulin Rouge, κοίταζαν με δέος αλλά και απορία το ποτήρι με το πράσινο υγρό. Για λίγα λεπτά έμειναν –υπνωτισμένοι λες και ήταν- να κοιτάζουν μια το ποτήρι και μια τον Τουλούζ. 

«Εγώ πάντως δεν έπαθα τίποτα! Φίλοι μου, βρισκόμαστε εν μέσω της μποέμικης επανάστασης που τόσο καιρό περιμέναμε. Όχι, δεν είμαι φανατισμένος, αλλά σας διαβεβαιώ πως, αν θέλετε να φροντίσετε για την υστεροφημία σας, πρέπει να το δοκιμάσετε!»

Ο Ρεμπό, παρόλο που ήταν ανοικτός σε νέες εμπειρίες,ομοφυλόφιλος και αναρχικός γαρ, εκείνο το βράδυ δίστασε. Ίσως να έφταιγε η προχωρημένη του ηλικία, ίσως και να μην ήταν αποφασισμένος να ρισκάρει για άλλη μια φορά…

Δεν ήταν μόνος του, άλλωστε. Μαζί του εκείνο το βράδυ ήταν και ο καλός του φίλος Βερλαίν, με τον οποίο είχαν μόλις επιστρέψει από τη σύντομη διαμονή τους στην Αγγλία. Ο Τουλούζ δεν επέμεινε, εφόσον παρατήρησε το Βερλαίν να κάνει ένα νεύμα στο Ρεμπό, ουσιαστικά απαγορεύοντάς του να πιει αυτό το πράγμα. Την πρώτη φορά που το είχε δοκιμάσει, το 1873, είχε φτάσει σε σημείο να τον χτυπήσει! Δεν ήθελε να το ξαναζήσει αυτό και ο ίδιος ο Αρθούρος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει για άλλη μια φορά τη σχέση τους. 

Αφού συννενοήθηκαν με το βλέμμα, σηκώθηκαν νωχελικά από το τραπέζι και αποχώρησαν ευχαριστώντας τον Τουλούζ για τη βραδιά που τους προσέφερε.

Τώρα δεν είχαν απομείνει στο αριστοκρατικό τραπέζι παρά ο οικοδεσπότης και ο Ουάιλντ. 

«Από τότε που ο βλάκας ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, έχουμε μπει όλοι σε μπελάδες» είπε ο Τουλούζ προσπαθώντας να κρατήσει στο τραπέζι τον τελευταίο εναπομείναντα καλεσμένο του.

«Βρήκαν αφορμή οι συντηρητικοί να απαγορεύσουν την κυκλοφορία κι έτσι αναγκάζομαι πλέον να το κουβαλάω μες το μπαστούνι μου. Αλλά όλοι ξέρουν κατά βάθος πως ο Βαν Γκογκ ήταν γενικά αλκοολικός, όπως κι εγώ, όπως κι εσύ φίλε μου.Δεν είναι τίποτε άλλο από μια ύπουλη επίθεση στο μποεμισμό. Κάποτε θα αποκαλυφθεί η πλάνη, πίστεψέ με…»

Ο Όσκαρ, τον κοίταξε με φιλική ειρωνία και έσυρε το ποτήρι προς το μέρος του. 

«Περίμενε, όχι έτσι!» αναφώνησε ο οικοδεσπότης. Έβγαλε από την τσέπη του κύβους ζάχαρης φυλαγμένους μέσα στο μαντήλι του και παρακάλεσε τη σερβιτόρα να του φέρει ένα κουταλάκι και κρύο νερό. Της υποσχέθηκε πως αν τα φέρει γρήγορα, θα της αφιέρωνε ένα πίνακα δικό του. Η σερβιτόρα, ζαλισμένη από την πιθανότητα να γίνει μοντέλο για ζωγράφο, επέστρεψε σε δευτερόλεπτα κρατώντας δύο κουτάλια –σε περίπτωση που της έπεφτε το ένα στο δρόμο- και μια μεγάλη κανάτα νερό.

«Θα σου δείξω, έχει κι αυτό την τελετουργία του…»

Ο Ουάιλντ παρέμενε καθισμένος και περίμενε καρτερικά να τελειώσει η προετοιμασία. Ο Τουλούζ σταθεροποίησε το κουταλάκι στα χείλη του ποτηριού και εναπόθεσε πάνω του έναν κύβο ζάχαρης. Έπειτα, έπιασε την κανάτα με το νερό και αργά-αργά διαπότισε τον κύβο, ώσπου η ζάχαρη να λιώσει, πέφτοντας μέσα στην πρώτη ύλη, ώστε να ενοποιηθεί πλήρως το μείγμα.

Ο Όσκαρ δεν τρόμαξε από το απόκοσμο χρώμα του ποτού. Ενώ αρχικά ήταν ένα πράσινο που δε μπορούσε να παρομοιάσει με τίποτα γνωστό στον κόσμο, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται σα μέντα του πάγου. Κάπως έτσι φανταζόταν και τη γεύση του, και ήταν πέρα για πέρα λάθος.

«Φίλε μου, έχω την τιμή να σε καλωσορίσω στην κάστα των μποέμ, των ανθρώπων που με τις ιδέες τους θα αλλάξουν τον κόσμο! Για τη μύησή σου δε χρειάζεται τίποτα άλλο, εκτός από μια γουλιά αυτού του επίγειου θαύματος. Εύχομαι η πράσινη νεράιδα να σε ευλογεί και να κατευθύνει σωστά τους καλλιτεχνικούς σου δρόμους!»

Γέλασε, ως συνήθως, με σιγουριά για τον εαυτό του και έφερε το χείλος του ποτηριού κάτω από τη μύτη του. Τί περίεργο! Αυτό το υγρό με το τόσο έντονο χρώμα είχε και μια περίεργη μυρωδιά. Η όσφρηση τον είχε αφήσει τυφλό μπροστά σε αυτό που προσπαθούσε να καταλάβει με τη λογική. 

«Εμπρός, άσπρο πάτο!» προέτρεψε ο Τουλούζ με αδημονία.

Το κοίταξε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Έπιασε το ποτήρι γερά και το ήπιε με σταθερό και γρήγορο ρυθμό, ακριβώς όπως έπρεπε. 

«Και τώρα;» αναρωτήθηκε καθώς δεν ένιωθε καμία επήρρεια διαφορετική από αυτή ενός κοινού αλκοολούχου σκευάσματος.

«Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Για να νιώσεις το θαύμα, πρέπει να πιεις πολύ… έχεις πρόβλημα με αυτό;;» κάγχασε ο Τουλούζ.

«Πρωτάρηδες είμαστε;» απάντησε ο καλεσμένος κι έπιασε το ποτήρι για να ετοιμάσει πλέον μόνος του το θαυματουργό μείγμα.

Ο Τουλούζ τον παρατηρούσε με εμφανή θαυμασμό για το πόσο γρήγορα αφομοίωσε τη συνταγή αλλά και το ρυθμό με τον οποίο έσταζε το νερό πάνω από τη ζάχαρη. Έμοιαζε με μαθητευόμενο μάγο, έναν άριστο μαθητή, άξιο συνεχιστή της μποέμ κουλτούρας που η εποχή επέβαλε.

Η πόση συνεχίστηκε με φρενήρη ρυθμό έως το ξημέρωμα. Οι μουσικές σώπασαν, οι χορεύτριες εξαφανίστηκαν αφού είχαν επισκεφθεί το τραπέζι με τον λατρεμένο τους Τουλούζ  για να του δώσουν ένα τελευταίο φιλί και οι δυο συνδαιτημόνες ετοιμάστηκαν για αποχώρηση.

«Θες να σε πάω ως το διαμέρισμά σου;» ρώτησε ο Τουλούζ τον Όσκαρ.

«Όχι φίλε μου, σ’ ευχαριστώ πολύ αλλά νομίζω πως θα τα καταφέρω μια χαρά. Άλλωστε, δεν είμαι μόνος. Θα έχω παρέα μου και την πράσινη νεραιδούλα..!»

«Να προσέχεις. Σ’ευχαριστώ που ήσουν εδώ απόψε. Je te remercie, bonsoir.»

«Παρομοίως. Πες μου όμως κάτι. Τώρα που θα πάω σπίτι κι όλοι οι θόρυβοι θα έχουν εξαφανιστεί, τώρα που θα έχω συνείδηση, τί πρέπει να περιμένω;» ρώτησε καχύποπτα σχεδόν ο Όσκαρ.

«Συνείδηση; Αχ φίλε μου, με διασκεδάζεις όσο κανείς άλλος! Η μόνη συνείδηση που θα έχεις, είναι η έμπνευσή σου. Μην την αφήσεις να χαθεί. Και να θυμάσαι πάντα, το αψέντι σου δεν είναι το ναρκωτικό σου, αλλά η μούσα σου. Κοίτα να την εκμεταλλευτείς δεόντως!!»

«Θα το έχω υπ’ όψιν! Σ’ευχαριστώ και πάλι!»

Ο Όσκαρ φόρεσε τη μπέρτα του και βημάτισε ως την έξοδο του Moulin Rouge. Περιέργως, ένιωθε νηφάλιος, ούτε το βήμα του μπέρδευε, ούτε και την ομιλία του. Ζήτησε από τον πορτιέρη του μαγαζιού (Bienvenueur τον φώναζαν χαϊδευτικά, παραλλάσοντας τη φράση με την οποία καλωσόριζε τους ξενύχτηδες ) να του σταματήσει ένα ταξί. 

Μπήκε μέσα στο γυαλισμένο όχημα που πιο πολύ έμοιαζε με κάρο εξοπλισμένο με μηχανή στο κάτω μέρος της καρότσας, παρά με όχημα κανονικό. Ψιθύρισε στον οδηγό την οδό κατεύθυνσης και άφησε την πλάτη του να ξεκουραστεί στη μαλακή πλάτη του καθίσματος. Εξακολουθούσε να τα βλέπει όλα πεντακάθαρα, καμία ζαλάδα, καμία παρενέργεια. Για λίγο, αναρωτήθηκε μήπως ο Τουλούζ του είχε στήσει απόψε άλλη μια χοντρή πλάκα, απ’ αυτές που ο ίδιος συνήθιζε να κάνει στους άλλους.

Σχεδόν δεν κατάλαβε πότε έφτασαν. Κατέβηκε από το κάρο, πλήρωσε τον οδηγό 5 ολόκληρα φράγκα και περπάτησε προς την είσοδο. Είχε ήδη ανατείλλει ο γαλλικός ήλιος όταν καλημέρισε το θυρωρό. Ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι το δεύτερο πάτωμα και μπήκε σπίτι.

Οι αχτίδες του ήλιου είχαν αιχμαλωτίσει όλο το ανατολικό μέρος του σπιτιού. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και μπαίνοντάς στο υπνοδωμάτιο, πέταξε τη μπέρτα του στο πάτωμα. Κάθισε στο γραφείο του κοιτάζοντας τον τοίχο, προσπαθώντας να καταλάβει τί συνέβαινε. 

Η αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε πουθενά την πράσινη νεράιδα, αλλά αυτό ίσως ήταν το μόνο που δεν έβλεπε. Γιατί αντί για τον τοίχο, εκείνος έμπαινε σ’ ένα δάσος, κι έπειτα στο πατρικό του όταν ήταν παιδί και μετά συναντιόταν με φίλους του που δε ζούσαν πια. Κι όλα αυτά μέσα σ’ έναν κυκεώνα εικόνων, κι όμως τόσο καθαρά!

Όχι, τον έλεγχο δεν τον είχε, αλλά μιας και ήταν μόνος και μέσα στο σπίτι του, αποφάσισε να αφεθεί. Άλλωστε, δε θα μπορούσε να συμβεί κάτι άσχημο…

Όταν οι φίλοι και τα δάση εξαφανίστηκαν, το μόνο που απέμεινε στο πλάνο ήταν ένα άγαλμα. Ένα άγαλμα ενός άντρα ψηλού και όμορφου, με λαμπερή στολή και γύρω του παιδιά να το θαυμάζουν.

Ο Όσκαρ άρχισε να καταλαβαίνει τώρα τί εννοούσε ο Τουλούζ. Δεν είχε παραισθήσεις, γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Είχε έναν ολόκληρο κόσμο που ζούσε μπροστά στα μάτια του κι ανάσαινε ανάλογα με τις δικές του επιταγές.

Δεν έχασε χρόνο. Έβγαλε απ’το μικρό μπαουλάκι λευκές κόλλες, έκανε μια στοίβα δίπλα του κι έβαλε την πρώτη στη γραφομηχανή. Πήρε βαθειά ανάσα κι άρχισε να πατάει τα πλήκτρα χωρίς εμφανή ρυθμό, αλλά με μια σιγουριά που ποτέ πριν δεν είχε. 

«Ψηλά πάνω απ’ την πόλη, σε μια μεγάλη κολώνα, ορθώνεται το άγαλμα του ευτυχισμένου πρίγκηπα. Όλο το άγαλμα είναι σκεπασμένο με λεπτά φύλλα από υπέροχο καθαρό χρυσάφι, που λάμπουν και αστράφτουν σαν πορφυρένια λέπια.»

Ήταν μόλις η πρώτη παράγραφος αλλά ήδη τα δάχτυλά του δεν τα ένιωθε. Έγραφε απλά ό,τι έβλεπε μπροστά του και δεν πληκτρολογούσε εκείνος, αλλά κάποια άλλη δύναμη που είχε μπει μέσα στο μυαλό του και κινούσε τα δάχτυλα σα μικρές μαριονέτες. Συνέχιζε ακατάπαυστα παρόλο που είχε ιδρώσει, παρόλο που ο ήλιος είχε ανέβει στο κανονικό του ύψος –μόνο που δεν τον τύφλωνε, αλλά φώτιζε τις εικόνες του- συνέχιζε χωρίς να σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο τις φιγούρες των παιδιών και του χελιδονιού, του πρίγκηπα και της σουσουράδας, χωρίς να αντιλαμβάνεται την κατάληξη ή έστω τη χρησιμότητα.

Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχισε. Τροφοδοτούσε τη γραφομηχανή με κόλλες και για πρώτη του φορά, δεν πέταξε καμία. Όλη του η ιστορία εκτυλισσόταν μονομιάς, δίχως εκείνος να διστάζει, δίχως να αλλάξει γνώμη για κάποιο κομμάτι, δίχως να θέλει να διορθώσει το παραμικρό από αυτά που έγραφε.

Ώσπου ένιωσε έπειτα από ώρες πως έφτασε επιτέλους στο τέλος:

«Πέτυχες απόλυτα στην επιλογή σου», είπε ο Θεός, «διότι μέσα στον κήπο μου, στον Παράδεισο, αυτό το μικρό πουλί θα τραγουδάει αιώνια, και μέσα στη χρυσαφένια πολιτεία μου ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας πάντα θα με δοξάζει.»

Δεν έμενε παρά ο τίτλος. Ούτε καν γι’ αυτό δε χρειάστηκε να παιδευτεί. Έβαλε ξανά την πρώτη κόλλα στη γραφομηχανή και τη σταθεροποίησε στο κενό που είχε αφήσει για να μπει ο τίτλος.

«Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας»

Έβγαλε την κόλλα, τις τοποθέτησε όλες στη σειρά και ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Αν και δε συνέβη μέχρι τώρα, ήταν σίγουρος πως απόψε στα όνειρά του θα έβλεπε μόνο «πράσινες νεράιδες»….

.

**Οι πρωταγωνιστές δεν είναι άλλοι από τους: Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Αρθούρο Ρεμπώ, Πωλ Βερλαίν οι οποίοι ήταν γνωστοί θαυμαστές και πότες του αψέντι (eng.absinthe).

***Τα δύο βίαια περιστατικά που περιγράφονται αφορούν στις φήμες ότι ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του υπό την επήρρεια του αψέντι κι ότι το 1873 ο Βερλαίν, επίσης υπό την ίδια επήρρεια, τραυμάτισε το Ρεμπώ και καταδικάστηκε με φυλάκιση γι’ αυτή την πράξη.

****Το έργο που φέρεται να γράφει στο διήγημα ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι άλλο από τον «Ευτυχισμένο Πρίγκηπα» που δημοσιεύτηκε το 1888.

 

 

**********

 

 

Ο ισοβίτης

 

Σήμερα κλείνουν 7 χρόνια. Ποιος να το πίστευε; Ακόμη με πιάνουν κρίσεις πανικού όταν πλησιάζει το ετήσιο μνημόσυνο. Το δικό σου, το δικό μου. Από τότε που χάθηκες, τηρώ πιστά το τελετουργικό.Κι ας βρίσκομαι εδώ μέσα ως ο δολοφόνος σου. Το δέχτηκα, δήλωσα ένοχος. Άλλωστε, εγώ ήμουν που πάτησα το γκάζι εκείνη την ημέρα. Ήθελα να δοκιμάσω τα όριά μου. Τώρα που έχεις χαθεί εξαιτίας μου, τα δοκιμάζω κάθε μέρα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να φοβηθώ πια, αφού ξέρω ότι κατά βάθος, εγώ σε σκότωσα. Η ποινή της φυλάκισης ήταν η ελαφρύτερη απ’τις τιμωρίες μου.Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτό το κελί.Ποιος ξέρει πόσα ακόμη απομένουν. Αδημονώ και φοβάμαι ταυτόχρονα. Τρέμω κάθε φορά που έρχεται η μέρα ν’ ανοίξω αυτό το κουτί. Μα δε γίνεται αλλιώς, αυτό μόνο απέμεινε. Είναι πάντα κρυμμένο στην εσοχή πίσω απ’το κρεβάτι μου, και βγαίνει απ’ την κρυψώνα του μονάχα για μία ημέρα.

              Σήμερα όμως, έκανα υπομονή. Κατά τις 10 μου έφερε ο φύλακας γάλα και ψωμί για πρωινό. Όταν σιγουρεύτηκα ότι έφυγε από την πτέρυγα, τράβηξα το κρεβάτι προς τον απέναντι τοίχο και φάνηκε η κρυψώνα.  Έμεινα –δεν ξέρω για πόσα λεπτά- να το κοιτάζω. Δε δίσταζα, αλλά γνώριζα πως το ταξίδι είχε μεγαλύτερη σημασία από τον προορισμό. Ήθελα να παρατείνω την τελετουργία, σκεφτόμενος όλα αυτά που θα ξαναβρώ μέσα στο σιδερένιο κουτί. Τις μνήμες, τις εικόνες, το μόνο παρελθόν που είχε νόημα. Όσο πιο πολύ το κοίταζα, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η λαχτάρα μου. Ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκε ο φόβος, κι έτεινα το χέρι μου να το αγγίξω. Κι άλλα λεπτά κύλησαν. Κάθε κίνηση και μία δύσκολη απόφαση. Το τράβηξα προσεκτικά προς τα έξω, δεν ήθελα με τίποτα να γδαρθεί η επιφάνειά του. Το μόνο πράγμα που στόλιζε αυτό το κουτί ήταν το αγαπημένο σου πτηνό, τυπωμένο πάνω στο μεταλλικό καπάκι του. Ένα τεράστιο, πανέμορφο χελιδόνι. Κάποτε είχα δει ένα ίδιο στο προαύλιο, και σκέφτηκα μήπως είχε βαρεθεί το κελί και ξεκόλλησε από το καπάκι για να μπορέσει να βγει έξω να πετάξει. Με το που έληξε ο προαυλισμός, επέστρεψα έντρομος να δω αν ήταν ακόμη εκεί. Άδικα ανησύχησα. Αυτό το χελιδόνι ήταν τόσο φυλακισμένο, όσο κι εγώ. Θα φύγω μια μέρα και θα’ ρθω να σε βρω, αλλά αυτό θα βρίσκεται ακόμη στο καπάκι.

              Καθιστός στο πάτωμα, ξέμεινα πάλι να το κοιτάζω. Κλειστό όπως ήταν, ήδη μου προκαλούσε ρίγη. Αμφιταλαντευόμουν. Αυτά τα ρίγη με χαροποιούσαν που μπορούσα ακόμη να αισθάνομαι αλλά φοβόμουν ότι θα γινόμουν δυστυχισμένος όταν θα σταματούσαν. Πήρα βαθειά ανάσα και άνοιξα το καπάκι. Μου κόπηκε μεμιάς όταν αναδύθηκε το άρωμά σου μέσα από το κουτί. Ο αέρας όμως που έβγαινε από κει μέσα, ήταν πιο φρέσκος από καθετί. Όπως κάθε φορά, αναρωτήθηκα αν είχα τρελαθεί και φαντασιωνόμουν πράγματα. Πώς ήταν δυνατό να μυρίζει ακόμη;

              Δεν άργησαν να τρέξουν τα πρώτα δάκρυα. Η ησυχία του κελιού δε βοηθούσε να καλύψω τους λυγμούς, κι εδώ μέσα δεν παίζεις με αυτά τα πράγματα. Κρατήθηκα όσο μπορούσα κι άπλωσα το χέρι μου να πιάσω το σεντόνι για να καλύψω το στόμα μου. Ξανά, κοίταζα χωρίς να αγγίζω. Λένε ότι όλη η ζωή σου περνά μπροστά από τα μάτια σου όταν βρίσκεσαι λίγο πριν το θάνατο. Εμένα περνούσε όλη η ζωή μου από μπροστά μου, στη θέα και μόνο των αντικειμένων που περιείχε το κουτί. Κάθε χρόνο, την ίδια ημέρα. Έβγαλα πρώτα έξω το μπουκαλάκι με την άμμο. Μια παραλία στην άκρη του κόσμου, αβασάνιστη ακόμα απ’ τους ανθρώπους. Δεν ήταν καν καλοκαίρι, αλλά όποια εποχή και να θυμηθώ, ήμασταν εκεί. Απλά για να κοιτάζουμε τη θάλασσα, κι ήταν παραπάνω από αρκετό. Εσύ ήσουν που θέλησες να πάρεις ένα κομμάτι απ’την παραλία μαζί σου. «Ίσως να μη μπορούμε να έρθουμε ξανά εδώ, τουλάχιστον θα την έχουμε μαζί μας», αυτό ακριβώς μου είπες και ακούστηκε τόσο λογικό. Η παραμικρή λέξη σου έβγαζε νόημα.

                 Πιο δίπλα, ήταν το μπλε κουτάκι. Εκεί φύλαγα το κόκκινο τριαντάφυλλο που έκοψες από τον κήπο ενός γείτονα. Ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου οι φωνές του. Καμία κατανόηση στο ρομαντισμό. Τρέχαμε μέχρι να φτάσουμε πέντε-έξι τετράγωνα πιο κάτω για να μη μας αναγνωρίσει. Γέλαγες τόσο ανέμελα για τη σκανταλιά σου, που ξέχασα στη στιγμή το λαχάνιασμά μου. Έτσι με έπεισες ότι αυτό το τριαντάφυλλο του καθενός, έχει ένα διαφορετικό κόκκινο χρώμα απ’ όλα όσα έχουν προσφερθεί στην ιστορία των ανθρώπων.

                    Πλέον άρχιζε η πραγματική οδύνη. Σε 30 χρόνια από τώρα, όταν θα ανοίγω ξανά αυτό το κουτί, ακόμη θα με μουδιάζει ολόκληρο το να αντικρύζω το ρολόι μου σε αυτή την κατάσταση. Χαραγμένο το μπρασελέ και στο σπασμένο καντράν, οι δείκτες που σταμάτησαν στην ώρα του ατυχήματος. Εγώ με δυο γρατζουνιές κι ένα σπασμένο χέρι, εσύ ανέγγιχτη. Η εσωτερική αιμορραγία με ξεγέλασε όσο καλύτερα μπορούσε. Κάτω –κάτω η σελίδα που είχες σκίσει από το βιβλίο του αγαπημένου σου ποιητή. Διαβάζω ξανά τους στίχους: «Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θέ μου, να φύγει κανείς μοναχός του»*. Μου το έδωσες στην πρώτη επέτειο για να το διαβάζω αν ποτέ πήγαιναν στραβά τα πράγματα. Αν και όλα τελικά λειτούργησαν σα να το ήξερες το τέλος. Ποιος μαζεύει άμμο και διαλέγει τέτοιους στίχους όταν δε μνημονεύει το θάνατο;

                      Δεν ήθελα να το κλείσω ακόμα. Ένοχος ένιωθα κάθε ημέρα, αυτή τη μία φορά όμως κάθε χρόνο, είχα τη μοναδική μου ευκαιρία να αφεθώ στο τότε. Να γυρίσω σε εκείνη την εποχή που τα είχα όλα, να επιτρέψω στον εαυτό μου να νιώσει για μία ημέρα όπως τότε. Έμεινα μέχρι το απόγευμα παρέα με τις στιγμές μας, ώσπου ο φύλακας ανακοίνωσε την έναρξη του προαυλισμού. Έκλεισα προσεκτικά το κουτί και το έβαλα πίσω στην εσοχή, καλύπτωντάς τη με το κεφαλάρι του κρεβατιού. Βγήκα στην αυλή με το ύφος του ανήξερου, σα να μην ήμουν εγώ αυτός που πριν λίγο κολυμπούσε στο παρελθόν του. Κάποιοι έπαιζαν μπάλα πάνω στο βρεγμένο χώμα κι άλλοι έβριζαν για τη λάσπη. Πέρασε και φέτος η ημέρα.

 

*από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Θα’ρθει μια μέρα», συλλογή «Ποιήματα 1941-1971» (Εκδόσεις Νεφέλη)

 

 

 

**********

 

Η ευχή

 

 

 

   Ανέκαθεν το χιόνι σού έδινε μια ψευδαίσθηση ευδαιμονίας. Δεν έχεις τη δύναμη να βρεθείς στο άσπιλο λευκό δίχως να αισθανθείς σπουδαίος και ταυτόχρονα μηδενικό. Σε μια κορφή, σ’ ένα βουνό, δε γίνεται να βαδίσεις χωρίς να κατανοήσεις τη μεγαλοσύνη της φύσης σου και τη μικρότητά σου. Όταν όλα τα πρακτικά ζητήματα της ανίατης ζωής σου θα έχουν εξαφανιστεί διά μαγείας, όταν όλες σου οι υποχρεώσεις θα έχουν ακολουθήσει το δρόμο της απώλειας, κι όταν όλα τα ανδραγαθήματά σου θα έχουν μετατραπεί σε τυχαίο χάσιμο χρόνου, θα είσαι ελεύθερος να αντιληφθείς το τίποτα μέσα στο παν.

   Τι άλλο μπορεί να είναι οι κόποι που κατέβαλες τόσα χρόνια σε σύγκριση με μια νιφάδα χιονιού; Εσύ, ο τολμηρός, μορφωμένος και οξυδερκής ενάντια σε μια μικροσκοπική νιφάδα. Γιατί σφαδάζεις από λαχτάρα μπροστά σε μια ταπεινή νιφάδα; Που μήτε κόπο έκανε να’ ρθει σε σένα μήτε γνώσεις χρειάστηκε γι’ αυτό· παρά την ώθηση απ’ το χέρι ενός επίμονου θεού που θέλησε τούτη τη μέρα να σβήσει την αδημονία σου. Που έσκυψε μετά από καιρό να κρυφακούσει την ευχή σου, κι ας ήτανε παιδιάστικη.

   «Ας χιονίσει κάποτε»!

   Και το κάποτε αργούσε με σκοπό, γιατί ο μήνας έπρεπε να διαβεί το κατώφλι του, έπρεπε να πέσουν τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη για να πάρει σειρά η ευχή σου. Μέρα με τη μέρα, που εσύ ξεχνούσες το πρώιμο παρακαλετό σου, η φύση δούλευε για σένα κι ο ένας μήνας έδινε τη σειρά του στον επόμενο για να σε ικανοποιήσουν. Πίστεψέ με, ήθελε πολλή δουλειά για να φτάσει να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, προτού να χάσεις την πίστη σου και προτού να φανεί αλλόκοτο το φαινόμενο στους υπολοίπους, τους ανυποψίαστους στο θέλημά σου.

   Τόση ήταν η υπομονή της φύσης που, όσο εσύ ασχολιόσουν με ωράρια, λογαριασμούς και απεργίες, η φύση φρόντιζε να ετοιμαστεί να σού κάνει το χατίρι. Εβδομάδα με την εβδομάδα, άλλαζε την εικόνα τ’ ουρανού προς το συμφέρον σου. Και σα να μην έφτανε αυτό, δεν ξεχνούσε ποτέ να στείλει τους κατάλληλους αγγελιοφόρους να σ’ ενημερώσουν. Γιατί κάθε βράδυ που εσύ στεκόσουν μπροστά απ’ την τηλεόραση κουρασμένος και αποχαυνωμένος, ένας απεσταλμένος μετεωρολόγος φρόντιζε να σού στέλνει σημάδια. Ήταν εκεί για να σου υπενθυμίζει πως όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, η ευχή σου θα γίνει η αλήθεια. Μα ούτε αυτό καταλάβαινες έτσι κυνικός που γινόσουν απ’ τα παθήματα της κάθε ημέρας. Κυνικός μέχρι τέλους. Ούτε το έκτακτο δελτίο επιδείνωσης του καιρού πίστεψες, θεωρώντας τους αγγελιοφόρους ψεύτες και ερασιτέχνες. Κι όταν αναγκάστηκες να βγάλεις από τη ντουλάπα το βαρύ σου παλτό, πάλι δεν πείστηκες, όπως δεν ένιωσες το παραμικρό σα χρειάστηκε να φορέσεις τα γάντια σου για ν’ αποφύγεις τα κρυοπαγήματα. Κι όμως, υπήρξες απλώς άλλος ένας άπιστος Θωμάς, ενώ ο θεός σου υπήρξε απλά θεός.

   Όλα αυτά για να μπορέσεις να πιστέψεις πως για μια φορά στη ζωή σου στάθηκες τυχερός, άσχετα αν αυτό δεν ήταν θέμα τύχης. Γιατί επιλέχθηκες να εισακουστείς ακόμα κι αν το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό –όχι για εσένα, μα για το θεό σου. Αυτόν που για χάρη σου κίνησε στην κυριολεξία Γη και Ουρανό για να σ’ ευχαριστήσει, μα εσύ το ξέχασες. Σού ήταν φαίνεται αδιάφορο το λευκό τοπίο που ζωγράφισε για σένα, μόνο και μόνο γιατί καθυστέρησε κάποιους μήνες. Αδιάφορη και η νιφάδα που ήρθε κι έκατσε στο πάνω μέρος της παλάμης σου, επισφράγισμα για το ότι εκπληρώθηκε ο πόθος σου. Κρίμα που δεν ήταν το ίδιο αδιάφορη και η ευχή που έκανες τον Αύγουστο για να χιονίσει, την ώρα που έσβηνες στον καύσωνα.

   Κάποτε ομολόγησες πως οι ευχές, αν δεν πραγματοποιούνται την ώρα που τις κάνεις, καλύτερα είναι να μην πραγματοποιούνται ποτέ. Μα κάποιος είχε ως φαίνεται άλλη άποψη. Απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχε δίκιο. Σα βγήκες να αγγίξεις το λευκό σωρό με τα γυμνά σου χέρια και το παιδικό χαμόγελο στο πρόσωπό σου, το αντιλήφθηκα. Μα το κατάλαβες κι εσύ, αφού συνέχισε να ρίχνει προς το μέρος σου άσπρες χοντρές νιφάδες, τη μία μπλεγμένη μέσα στην άλλη, αναγκάζοντάς σε να στρέψεις το βλέμμα προς τα πάνω και να τον κοιτάξεις. Το κατάλαβες γιατί όλες οι αγαθές ευχές κάποτε πραγματοποιούνται, ακόμη κι αν δεν είναι τη στιγμή που τις ξεστομίζεις. Ίσως να το καταλάβαινες ακόμη καλύτερα εάν, για μια φορά εγκατέλειπες την πεζότητά σου στο πεζοδρόμιο, για να μπορέσεις να δεις πως ακόμα και το χρώμα, σού το διάλεξε να είναι άσπρο. Σίγουρα υπήρχε λόγος. Θα μπορούσες ποτέ να ευχηθείς να μαυρίσει ο τόπος;   

Θα τα πούμε στην επόμενη πυρκαγιά, καλέ μου…

 

 

 

 

**********

 

 

Η Φυγή

 

 

     Σβήνοντας το τέταρτο τσιγάρο της ημέρας, σηκώθηκε απότομα και έκλεισε πίσω της τη μπαλκονόπορτα. Είναι λυτρωτικό να ξεκινάς τη μέρα σου σε ένα ήσυχο μπαλκόνι, αλλά σαν μπαίνει το φως χάνεται κάθε μαγεία. Έκανε έναν τελευταίο απαραίτητο έλεγχο στην τσάντα της· ιεροτελεστία μακρόχρονη προτού φύγει για τη δουλειά. Πάλι ξέχασε το κινητό της στη φόρτιση. Επέστρεψε στο δωμάτιο και έβγαλε το φις από την πρίζα ελέγχοντας ταυτόχρονα αν είχε κάποια αναπάντητη κλήση. Τίποτα. «Καλύτερα», σκέφτηκε. Τις προάλλες της βρήκαν σ’ ένα ηλίθιο αίνιγμα ότι έχει δολοφονικά ένστικτα και πολύ φοβόταν ότι σήμερα μπορεί και να εκδηλώνονταν στην παραμικρή αφορμή. Στ’ αστεία μόνο, γιατί στα σοβαρά ούτε που να το διανοηθεί. Καλύτερα θύμα παρά θύτης. «Ποιος, εγώ θύμα; Με είπα θύμα..;» αναρωτήθηκε φωναχτά και βημάτισε νευρικά προς το σύνθετο με τη βιβλιοθήκη για να ανοίξει το συρτάρι. Περιεργάστηκε για λίγο το κρητικό μαχαίρι που φύλαγε εκεί μέσα, το φαντάστηκε στο χέρι της σφιχτά κρατημένο. Ύστερα κάγχασε καθησυχάζοντας τον εαυτό της. Αν ήταν ποτέ δυνατόν…

    Το πολύ-πολύ να έβριζε τον πρώτο δημόσιο υπάλληλο που θα έβρισκε μπροστά της. Επιτέλους, κάποιος έπρεπε να τ’ ακούσει! Αφού το σύστημα δεν έχει αυτιά, θα αναλάμβανε ο υπάλληλος το ρόλο του κυματοθραύστη. Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι μέρος του συστήματος. Κι εκείνη, τόσα χρόνια και δε μπόρεσε να ξεφύγει από αυτό. Τόσα χρόνια κυματοθραύστης για τους άλλους, κάποιος έπρεπε επιτέλους να της το ανταποδώσει. Αφού τίποτα δε χαρίζεται, θα πρέπει να κερδίζεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

    Έριξε το κινητό στην πίσω τσέπη της τσάντας της, ξεκρέμασε τα κλειδιά από το γάντζο και έκλεισε την εξώπορτα. Σαν έφτασε στη δουλειά, κανένας δεν τόλμησε να της πει κάτι παραπάνω από την καθιερωμένη ‘καλημέρα’. Εκμεταλλεύτηκε την αμηχανία τους για να κερδίσει μερικές στιγμές ηρεμίας πριν την τρικυμία της καινούριας ημέρας. Κλείστηκε στο γραφείο της, διεκπεραίωσε ταχέως τις πρώτες πρωινές υποθέσεις και αφέθηκε στο χάος του μυαλού της. Τί κι αν προσπαθούσε να βάλει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης σε σειρά; Πρώτα το σπίτι, μετά η δουλειά, μετά εκείνη. Όχι, μάλλον πρώτα η δουλειά, μετά το σπίτι, μετά εκείνη. Βάδιζε νοητά προς διάφορους προορισμούς. Μόνο που δεν ήξερε προς τα πού. Ήξερε το γιατί, ήξερε το πώς, αλλά ο συνδυασμός δεν έβγαινε ποτέ όπως τον ήθελε. Πάντα κάτι θα περίσσευε ή θα έλειπε. Κι όταν κάποιος θα τολμούσε να προσπεράσει το αγριεμένο βλέμμα της –που παραδόξως δεν κατάφερε ποτέ να αντιληφθεί πόση αποστροφή έκρυβε- και να τη ρωτήσει τί τη βασανίζει, αρνούνταν πεισματικά να προδώσει το μόνο πράγμα που είχε μείνει ιδιωτικό, το μόνο προσωπικό κερδιθέν του εαυτού της. Αρκούνταν μόνο σ’ έναν χρησμό: «Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνει υπομονή…». Το εννοούσε. Όπως υπονοούσε κι ότι η υπομονή αυτή έφτανε στο τέλος της. Κι ύστερα πάλι παύση. Αν δεν την έσπαγε κανείς, γινόταν μια ευθεία σιωπής που σε παρακάλαγε διακριτικά να φύγεις και ταυτόχρονα ζητούσε να μείνεις εκεί. Σε μια γωνιά, χωρίς να σπαταλάς τα λόγια σου, χωρίς να προσπαθείς να βοηθήσεις. Αρκεί που άντεχες να μη διακόψεις τον εσωτερικό διάλογο. Της ξέφευγαν όμως φράσεις δυσνόητες, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν κανένα στόχο εκτός από την ίδια. Αντηχούσαν γύρω σκόρπιες λέξεις που ούτε εκείνη δε μπορούσε να συνδέσει επιτυχώς. Ελευθερία, φυγή, γλιτώσω, μακριά, τάση, αντέχω, θέλω.

    Σταύρωσε τα χέρια μπρος στο στήθος της και κοίταζε την οθόνη του υπολογιστή με μένος. Λες και το έντονο φως τη χτυπούσε αναγκάζοντάς την να τα λύσει και να στρωθεί στη δουλειά. Έτσι κάποτε κι ένας γέρος τη χτύπησε με τη μαγκούρα του, αναγκάζοντάς την να λύσει τα χέρια. Γι΄ αυτό ασυναίσθητα αντιδρούσε σε καθετί που προσπαθούσε να την κινητοποιήσει την ώρα που δεν ένιωθε έτοιμη, σταυρώνοντας τα χέρια και σφίγγοντας τις γροθιές πίσω από τους διπλωμένους αγκώνες για να μη φαίνονται. Πάντα ενάντια σ’ έναν αόρατο γέρο που ποδοπατούσε την ανάγκη της να μείνει σε αδράνεια.

    Κι ενώ όλη αυτή η ανάγκη ήταν ξεκάθαρη, σαν γυαλί που μόλις είχε καθαριστεί, παρέμενε πάντα η σκιά που μέτραγε αντίστροφα. Και κάθε μέρα που τελείωνε η εκπόρνευση, λιγόστευε η άμμος στην κλεψύδρα της υπομονής. Μα είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί χρειάζεται ελευθερία; «Όχι. Όχι καλοκαιρινή άδεια, αυτά είναι μεσοβέζικα πράγματα». Ελευθερία. «Όπως τα χρώματα που συνθέτουν τις μπλούζες μου, αυτόνομα αλλά και σε πλήρη χρωματική αρμονία με τα μάτια μου», θα έλεγε αν το είχε προσέξει. «Στο μακιγιάζ ποτέ δεν τα κατάφερνα», κατέληγε να ομολογήσει μετά την επίπληξη για την ανελευθερία των σκιών που έκρυβαν τα μάτια της. Κι έναν σωστό καφέ δεν κατάφερε να πιει δυο χρόνια τώρα, γιατί κανείς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της απόλαυσης που είχε θέσει. Κι ούτε που πίστευε κανέναν από τους κοντινούς που της επαναλάμβαναν πως πάντα στα μάτια τους θα μοιάζει είκοσι χρονών κορίτσι, με τη στιγμιαία ανεμελιά να προδίδεται στο βλέμμα. ‘Το βλέμμα δε γερνά ποτέ και οι εκφράσεις δε μετριούνται σε βαθμούς πρεσβυωπίας’, σα να άκουγε αχνά κάποια φωνή αλλά χωρίς να την πιστεύει. Μαζευόταν το παράπονο και σχημάτιζε ένα σύννεφο που κάλυπτε τον γύρο του προσώπου. Από μέτωπο μέχρι σαγόνι, αντηλιά αναθέματος στους κινδύνους που εγκυμονούσε η καινούρια μέρα. Κι αν ήταν αυτό το μόνο της ημέρας πρόβλημα…  Τουλάχιστον κάποιες από δαύτες περνούσαν λίγο πιο ανώδυνα από τις άλλες. Αυτές τις ανήθικες, ανούσιες, νόθες ημέρες που τίποτε ουσιώδες δεν προσέφεραν. Και που ισοπέδωναν κάθε αχτίδα ελπίδας για τις επόμενες. Ως πότε;

    Επέστρεψε πάλι βράδυ, με το μυαλό λαμπαδιασμένο από τις άχρηστες πληροφορίες. Ένας μικρόκοσμος που άλλαζε μορφή κι ανελκυόταν αναιδώς στο πρώτο βάθρο. Ας ήξερε ότι είχε την ευθύνη γι’ αυτό. Πάντα θα βρισκόταν μια τίμια δικαιολογία για να διαιωνίζεται το τέλμα. Για κάποιον λόγο που ακόμη τον ψάχνει, οι προτεραιότητες είχαν αντιστραφεί και τη θέση τους είχαν πάρει τα μικρά και εφήμερα, τα άψυχα μηδέν. Ως πότε;

    Τρεις μέρες μέχρι την άδεια. Τρεις μέρες για να αποφασίσει. Ως τότε. Προλάβαινε να μαγειρέψει, να σιδερώσει, να πετύχει τον ημερήσιο στόχο, να τρίξει τα δόντια σε κανά-δυο, να ξεσπάσει σε μερικούς γνωστούς και να πετάξει και μερικές μπηχτές προτού τους δώσει το τελευταίο της μάθημα.

    Ευχήθηκε σε όλους καλές διακοπές και εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα. Κατέβηκε τις σκάλες σα να ήταν δέκα κιλά ελαφρύτερη και ξεχύθηκε η αύρα της στο δρόμο. Η ίδια διαδρομή που τη φόρτωνε κάθε βράδυ ενοχές και αδυναμία, απόψε την απελευθέρωνε. Η οδός Αισώπου μετατράπηκε στο δρόμο του μεταξιού, ή ακόμη καλύτερα, στον παραδοσιακό δρόμο του χωριού που έβγαζε στο ποτάμι, σαν άλλη μια από τις εκβολές του. Την υδροφοβία την ξέχασε εντελώς, την κλειστοφοβία μόλις που την ξεπερνούσε ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες και μυρίζοντας το νυχτερινό ανεμοσάλεμα. Λίγα ακόμη χιλιόμετρα τη χώριζαν από τη θεραπεία της υψοφοβίας. Μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της, τα εντελώς δικά της απαραίτητα, το βιβλίο που ταλαιπωρούσε εδώ και ένα χρόνο και έκανε να φύγει. Τα κλειδιά τα είχε στα χέρια, αλλά το αυτοκίνητο έλειπε. Δεν ήταν όμως ικανή αυτή η λεπτομέρεια να σταματήσει τη φυγή. Ο εγκλωβισμός δεν αποτελούσε πια επιλογή. Πήρε τηλέφωνο στο γραφείο ενοικίασης και ζήτησε άμεση παραλαβή αυτοκινήτου με ανοικτό χρονοδιάγραμμα επιστροφής. Στο μεσοδιάστημα κάπνισε μισό πακέτο από τα μωβ, αυτή τη φορά χωρίς να αμφιταλαντεύεται για το αν έκανε το σωστό. Το σωστό είχε έτσι κι αλλιώς χάσει τη σημασία του προ πολλού.

    Αφού επιθεώρησε τα επίπεδα καθαριότητας του αμαξώματος, και αφού ενήργησε η ίδια για σιγουριά –επιστρατεύοντας ό,τι αντισηπτικό μαντηλάκι υπήρχε πρόχειρο- έβαλε μπρος τη μίζα, άνοιξε το ραδιόφωνο και ξεκίνησε. Η ώρα ακατάλληλη για τους θνητούς, ό,τι πρέπει για να ευχαριστηθεί τη διαδρομή ενός άδειου από ανθρώπους τοπίου. Δεν ήταν μισάνθρωπος, κάθε άλλο, αλλά ήξερε να εκτιμά τις κλεφτές στιγμές που μπορούσε να μείνει παρέα με τον εαυτό της. Τον αληθινό της εαυτό που στερούνταν συχνά-πυκνά. Όχι όμως πια. Κι αν δε μπορούσε να φύγει από όλα και από παντού, είχε τουλάχιστον κατορθώσει μια μικρή νίκη. Όπως οι μοναχοί ονόμαζαν τη φακή φιλέτο για να μπορούν να ξεγελούν την πείνα τους, έτσι κι εκείνη· ονόμασε την άδεια φυγή και πείσθηκε πως αυτή βίωνε τώρα δα. Πάτησε πιο βαθειά το γκάζι και δυνάμωσε τη μουσική. Στα μέσα της διαδρομής απεκδύθηκε περίπου 20 χρόνια από την πλάτη της, ενώ το κοντέρ συνέχιζε να τρέχει.

    Το ξημέρωμα τη βρήκε πάλι στην αγαπημένη της βεράντα, με το βλέμμα στην ανατολή και τον αγαπημένο της καφέ. Χωρίς ανάγκη για τσιγάρο, χωρίς επίταξη γυρισμού. Βάφτισε την άδεια φυγή και μπόρεσε μετά από χρόνια να φτάσει την εισπνοή στα κατάβαθα των πνευμόνων της. Το βιβλίο μπορούσε να υπομείνει μια ημέρα ακόμη τη μακρά αναμονή…

 

 

 

 

**********

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναγνώσματα

  
  • Wix Facebook page
  • Wix Google+ page
bottom of page